1. Ως γνωστόν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 του π.δ.538/1989, απαγορεύεται στους αστυνομικούς η άσκηση άλλου επαγγέλματος και η κατ΄ επάγγελμα άσκηση εμπορίας ή τέχνης. Κατ΄ εξαίρεση, μετά από άδεια του Αρχηγού, ο αστυνομικός μπορεί να ασκεί ιδιωτικό έργο ή εργασία με αμοιβή, εφόσον αυτά συμβιβάζονται με τα καθήκοντα της θέσης του, δεν παραβλάπτουν την ομαλή εκτέλεση της υπηρεσίας του και δεν δίδουν αφορμή για δυσμενή σχόλια σε βάρος του ιδίου ή της Αστυνομίας (εκτενής ανάλυση έγινε σε προηγούμενο άρθρο). Αντίστοιχες διατάξεις ισχύουν και για τους πολιτικούς υπαλλήλους ( άρθρο 31 και 32 του ν.3528/2007).
2. Ο όρος επάγγελμα στη γενικότερη αντίληψη χαρακτηρίζει την κατά κλάδο ή αντικείμενο συνήθη ασκούμενη βιοποριστική ενασχόληση (εργασία), του κοινωνικού ανθρώπου. Ως επάγγελμα πρέπει να θεωρηθεί η δραστηριότητα που υπάρχει, όταν ένα πρόσωπο επιχειρεί ορισμένες πράξεις με σύστημα (οργάνωση) και μονιμότητα (διάρκεια) για σκοπό αποδοτικό, δηλαδή για να έχει εισόδημα (Γνωμ. 575/1997 Ν.Σ.Κ.). Αντιθέτως απασχόληση είναι εργασία ή δραστηριότητα (κατά κανόνα αμειβόμενη), η οποία δεν γίνεται σε σταθερή και μόνιμη βάση, αλλά μερικώς ή ευκαιριακά.
3. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13 παρ.1,περ.α) του π.δ.120/2008 την ποινή του προστίμου επισύρει και… «η κατ΄επάγγελμα άσκηση εμπορίας ή τέχνης ή η άσκηση άλλου επαγγέλματος και η χωρίς άδεια της Υπηρεσίας άσκηση των δραστηριοτήτων που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 5 του π.δ.538/1989», εφόσον σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ.2 του ιδίου άρθρου δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη διάταξη. Σε μια τέτοια περίπτωση επομένως η εν λόγω διάταξη, που περιέχει τη ρήτρα επικουρικότητας, υποχωρεί μπροστά στην άλλη, που τιμωρεί την πράξη αυστηρότερα.
4. Οι διατάξεις του άρθρου 10 παρ.1, περ. ιε΄ του ιδίου π.δ/τος προβλέπουν, ότι την ποινή της απόταξης επισύρει και…. «η παροχή υπηρεσιών συλλογής πληροφοριών για λογαριασμό τρίτων, φρούρησης ή φύλαξης ή προστασίας προσώπων ή πραγμάτων, καθώς και η καθ΄οιονδήποτε τρόπο απασχόλησή του στα καταστήματα του άρθρου 1 του π.δ.180/1979». Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές στα εν λόγω καταστήματα περιλαμβάνονται τα κέντρα διασκεδάσεως ή εκείνα που προορίζονται προς πώληση κυρίως οινοπνευματωδών ποτών προς άμεσον εντός αυτών κατανάλωση (ως π.χ. μπαρ και όμοια με αυτά). Εδώ πρέπει να τονιστεί, ότι, σύμφωνα με το σκοπό της διάταξης (ratio), δεν αρκεί μόνο το τυπικό κριτήριο της άδειας λειτουργίας, αλλά πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, ποια είναι η πραγματική λειτουργία του καταστήματος, αν δηλαδή πρόκειται ή όχι για νυκτερινό κέντρο ή αν προορίζεται αποκλειστικά προς πώληση οινοπνευματωδών ποτών, όπως τα αμιγή μπαρ (διάκριση που εισάγουν και οι διατάξεις του άρθρου 1 εδ.α΄ του π.δ. 36/1994). Στην παρ.2 του ίδιου άρθρου προβλέπεται ότι, για κάποια από τα παραπτώματα το αρμόδιο πειθαρχικό συμβούλιο, εκτιμώντας τη βαρύτητα του παραπτώματος, την προσωπικότητα του υπαιτίου και τις περιστάσεις τέλεσης, μπορεί να επιβάλει, αντί της ποινής της απόταξης, ποινή αργίας με απόλυση. Δεν περιλαμβάνει όμως σ΄αυτά το ως άνω παράπτωμα της απασχόλησης του αστυνομικού (περ.ιε΄), ενώ περιλαμβάνονται σοβαρότερα παραπτώματα. Κατά συνέπεια αυτό δεσμεύεται να επιβάλει την ποινή της απόταξης. Σημειώνεται εδώ ότι, στο πλαίσιο της ποινικής αξιολόγησης, οι εν λόγω δραστηριότητες αντιμετωπίζονται με τις διατάξεις του ν. 2472/1997 και του ν.2518/1997, όπως τροποποιήθηκαν μεταγενέστερα, πέραν αυτών της παράβασης καθήκοντος του άρθρου 259 Π.Κ.
5. Αντίστοιχα στο πειθαρχικό δίκαιο των δημοσίων πολιτικών υπαλλήλων προβλέπεται ως πειθαρχικό παράπτωμα ( άρθρο 107 περ. κε΄) του ν.4057/2012) και …«η άσκηση εργασίας ή έργου με αμοιβή χωρίς προηγούμενη άδεια της υπηρεσίας». Στο άρθρο 109 προβλέπονται οι οκτώ πειθαρχικές ποινές (έγγραφη επίπληξη έως οριστική παύση). Όμως δεν προβλέπεται για κάθε παράπτωμα συγκεκριμένη ποινή. Με τις νέες διατάξεις θεσπίζεται μεγαλύτερη κλιμάκωση των πειθαρχικών ποινών και προβλέπεται κατώτατη επιβαλλόμενη ποινή για τα σοβαρότερα πειθαρχικά παραπτώματα. Επίσης εγκαταλείπεται ο περιορισμός της επιβολής της ποινής της οριστικής παύσης σε ορισμένα μόνο, ειδικά αναφερόμενα, πειθαρχικά παραπτώματα και παρέχεται στο πειθαρχικό συμβούλιο η ευχέρεια να επιβάλει την ποινή της οριστικής παύσης για οποιοδήποτε πειθαρχικό παράπτωμα, ενόψει των ιδιαίτερων κάθε φορά συνθηκών. Για την επιβολή οποιασδήποτε πειθαρχικής ποινής σε υπάλληλο συνεκτιμώνται οι ιδιαιτέρες συνθήκες τέλεσης του παραπτώματος, η εν γένει προσωπικότητα του υπαλλήλου, καθώς και η υπηρεσιακή του εικόνα, όπως προκύπτει από το προσωπικό του μητρώο και τηρείται η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος).
6. Οι ποινικές διατάξεις του Β.Δ. της 31-12-1957/20-1-1958 διατηρήθηκαν σε ισχύ με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 10 του ν. 1590/1986. Με τις διατάξεις των άρθρων 145 και 146 του ως άνω Β.Δ/τος προβλέπεται μια σειρά ειδικών ποινικών αδικημάτων των αστυνομικών. Ειδικότερα αποτελεί ειδικό ποινικό αδίκημα και τιμωρείται με φυλάκιση δύο μηνών μέχρι τριών ετών και στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων ενός μέχρι πέντε ετών, κάθε αστυνομικός, ο οποίος…. «α) Ασχολείται εις οιονδήποτε εμπόριον, διατηρεί γραφείον και εν γένει μετέρχεται οιονδήποτε επάγγελμα, υπηρεσίαν άλλην, παρά την θέσιν και τα καθήκοντά του ως αστυνομικού υπαλλήλου».
7. Το εύρος του αντικειμένου των ειδικών ποινικών διατάξεων (δηλαδή η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος) είναι τεράστιο και περιλαμβάνει την άσκηση οποιουδήποτε επαγγέλματος, την απασχόληση με το εμπόριο, τη διατήρηση γραφείου (προφανώς παροχής υπηρεσιών) και την παροχή υπηρεσίας άλλης πέραν των καθηκόντων του. Δεν γίνεται καμιά διάκριση ανάλογα με τη σοβαρότητα της απασχόλησης και κατά πόσο αυτή συνάδει με το αστυνομικό επάγγελμα ή προκαλεί βλάβη στην υπηρεσία και στο δημόσιο συμφέρον και αντίστοιχα όφελος σε ιδιωτικά συμφέροντα. Θεωρείται a priori, ότι ο αστυνομικός παραβιάζει το υπηρεσιακό καθήκον και τιμωρείται «προκαταβολικά» και «προληπτικά». Η παράβαση όμως του υπηρεσιακού καθήκοντος καλύπτεται και τιμωρείται από τις διατάξεις του άρθρου 259 του Π.Κ. Η ειδικότερη δημοσιοϋπαλληλική σχέση (σχέση εξουσίασης προς το Κράτος) που επιτρέπει ειδικότερους περιορισμούς, αφορά όλους τους δημοσίους υπαλλήλους και όχι μόνο τους αστυνομικούς.
8. Εξάλλου υπάρχει αναντιστοιχία και δυσαναλογία μεταξύ των ποινικών και πειθαρχικών κυρώσεων του αστυνομικού και διαφορετική προσέγγιση. Ενώ δηλαδή ποινικά αντιμετωπίζονται ενιαία, πειθαρχικά αντιμετωπίζονται διαφορετικά. Ενώ οι (αναχρονιστικές) ειδικές ποινικές διατάξεις απαγορεύουν απολύτως κάθε μορφή εξωυπηρεσιακής δραστηριότητας, οι νεότερες διατάξεις του άρθρου 5 του π.δ.538/1989 επιτρέπουν την κατεξαίρεση μερική απασχόληση, ύστερα από άδεια της Υπηρεσίας. Μάλιστα η κλιμάκωση και το χάσμα στην πειθαρχική αντιμετώπιση είναι τεράστιο, αφού στη μια περίπτωση προβλέπεται η κατώτερη ποινή του προστίμου και στην άλλη η ανώτερη της απόταξης. Δεν προβλέπεται ενδιάμεσο στάδιο και κλιμάκωση, όπως στους πολιτικούς υπαλλήλους. Για τους πολιτικούς υπαλλήλους δεν ισχύει αντίστοιχη ποινική διάταξη, αλλά η εν λόγω παραβατικότητα αντιμετωπίζεται μόνο πειθαρχικά, εκτός να πληρούται η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της παράβασης καθήκοντος ή αντιμετωπίζεται ad hoc.
9. ΄Ομως σε πολλές περιπτώσεις η ποινική-πειθαρχική και η κοινωνική απαξία της δραστηριότητας του αστυνομικού είναι πολύ μικρότερη αυτής πολλών κατηγοριών πολιτικών υπαλλήλων, όπως αυτών που ασχολούνται με τη δίωξη του οικονομικού εγκλήματος, των φορολογικών αδικημάτων και παραβάσεων, των υγειονομικών-αστυκτηνιατρικών και αγορανομικών παραβάσεων, των πολεοδομικών παραβάσεων κ.ο.κ. Γιατί ο αστυνομικός, που π.χ. απασχολείται στη φύλαξη εγκατάστασης ή ως υπάλληλος καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος και μάλιστα εκτός περιοχής άσκησης των αρμοδιοτήτων του, πρέπει να αντιμετωπίζεται αυστηρότερα από τον υπάλληλο οικονομικής υπηρεσίας, που καταρτίζει τις φορολογικές δηλώσεις φορολογούμενων ή τον καθηγητή που κάνει ιδιαίτερα μαθήματα στους μαθητές του ή τον υπάλληλο του ΕΦΕΤ που εργάζεται σε κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος ή τον επόπτη δημόσιας υγείας που εργάζεται σε κατάστημα τροφίμων ή τον υπάλληλο των συγκοινωνιών που τηρεί γραφείο εκμάθησης οδήγησης-διεκπεραίωσης υποθέσεων ή τον μηχανικό της πολεοδομίας που τηρεί τεχνικό-μεσιτικό γραφείο κ.ο.κ.
10. Από την ως άνω ανάλυση προκύπτει, ότι πρόκειται για άνιση μεταχείριση όμοιων καταστάσεων, αφού παραβιάζονται οι αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας και κατά συνέπεια επιβάλλεται:
α. Να καταργηθούν οι ειδικές ποινικές διατάξεις (όπως ειδικότερα προτείνεται με άρθρο-ανοιχτή επιστολή προς τον Υπουργό Δημόσιας Τάξης ).
β. Να προστεθεί στα πειθαρχικά παραπτώματα της παρ. 2 του άρθρου 10 του π.δ.120/2008 και το ως άνω παράπτωμα της απασχόλησης του αστυνομικού (περ.ιε΄), ώστε το πειθαρχικό συμβούλιο να έχει διακριτική ευχέρεια να επιβάλει, αντί της ποινής της απόταξης, την ποινή της αργίας με απόλυση.
Νικόλαος Αθ. Μπλάνης
Αντιστράτηγος Αστυνομίας ε.α.
Επίτιμος Προϊστάμενος Κλάδου Οργάνωσης
και Ανθρώπινου Δυναμικού Α.Ε.Α./Υ.Δ.Τ.
Πτυχιούχος Νομικής Σχολής Αθηνών
http://policenet.gr